- ἀγλαίζομαι
- ἀγλαίζωsplendourpres ind mp 1st sgἀγλαΐζομαι , ἀγλαίζωsplendourpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] … Dictionary of Greek